νῆρις

νῆρις
νῆρις, ιος, ,
A = βράθυ, Nic.Th.531.
II f.l. for πυρῖτις, Dsc.1.9.
III hollow rock, cavern, Hsch. (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Νηρίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήρις — Κωμόπολη της αρχαίας Κυνουρίας, που αναφέρεται από τον Παυσανία (II, 38,6). Η θέση της φαίνεται να ήταν κοντά στο χωριό Ελληνικό, όπου σώζονται ερείπια από αρχαία τείχη. * * * (I) νήρις, ιος, ἡ (Α) το φυτό νάρδος. (II) νήρις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ …   Dictionary of Greek

  • Νηρί — Νηρίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νηρίδας — Νηρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”